- φωνασκικός
- -ή, -όν, Α [φωνασκός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τής φωνασκίας («ὅς ἔχων φωνασκικὸν ὄργανον...ἐνεδίδου τόνον μαλακόν», Πλούτ.).επίρρ...φωνασκικῶς Αμε φωνασκία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωνασκικόν — φωνασκικός of masc acc sg φωνασκικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνασκικοῖς — φωνασκικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνασκικοί — φωνασκικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνασκικῶς — φωνασκικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)